- φύξιμον
- φύξιμοςwhither one can fleemasc/fem acc sgφύξιμοςwhither one can fleeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek